- Κορώνης, μονή
- Βλ. λ. Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή (11.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην πόλη της Καλαμάτας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσσηνίας, Μεθώνης, Κορώνης και Ανδρούσης. Ιδρύθηκε στα τέλη του 18ου αι. από τον ιερομόναχο Γεράσιμο Παπαδόπουλο. Το καθολικό της χτίστηκε το 1825. Διαθέτει εργαστήριο… … Dictionary of Greek
Βελανιδιάς, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Μεσσηνίας, βορειοανατολικά της Καλαμάτας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσσηνίας, Μεθώνης, Κορώνης και Ανδρούσης. Επιγραφές μαρτυρούν ότι το μοναστήρι χτίστηκε το 1679. Το καθολικό του ξαναχτίστηκε, ύστερα από … Dictionary of Greek
Βουλκάνου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Μεσσηνίας, στους πρόποδες της Ιθώμης, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσσηνίας, Μεθώνης, Κορώνης και Ανδρούσης. Η ίδρυσή του ανάγεται στο 725 και αρχικά χτίστηκε στην κορυφή… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Καρδίτσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.576 τ. χλμ., 129.541 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας με πρωτεύουσα την Καρδίτσα. Συνορεύει στα Β με τον νομό Τρικάλων, στα Α με τον νομό Λαρίσης, στα ΝΑ με τον νομό Φθιώτιδος, στα Ν με τους νομούς Ευρυτανίας και… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… … Dictionary of Greek
Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… … Dictionary of Greek